πανδώτειρα

πανδώτειρα
πανδώτειρα
giver of all
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πανδώτειρα — ή, Α (ως επίθετο τής γης και τής φύσης) αυτή που παρέχει τα πάντα, που χαρίζει κάθε αγαθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δώτειρα, θηλ. τού δωτήρ] …   Dictionary of Greek

  • πανδώτειραν — πανδώτειρα giver of all fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”